Anonymous

νεόκοτος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόκοτος:''' -ον, [[νέος]] και [[παράξενος]], [[παράδοξος]], [[ανήκουστος]], σε Αισχύλ. (το <i>-κοτος</i> φαίνεται να είναι απλή [[κατάληξη]]).
|lsmtext='''νεόκοτος:''' -ον, [[νέος]] και [[παράξενος]], [[παράδοξος]], [[ανήκουστος]], σε Αισχύλ. (το <i>-κοτος</i> φαίνεται να είναι απλή [[κατάληξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''νεόκοτος:''' (ср. [[ἀλλόκοτος]]) новый, небывалый (κακά, [[πρᾶγος]] Aesch.).
}}
}}