Anonymous

νήϊος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νήϊος:''' -η, -ον ([[ναῦς]]), Δωρ. και Τραγ. [[νάϊος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, επίσης, <i>-ος</i>, <i>-ον</i>· αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[πλοίο]]· [[δόρυ]] νήϊον ή <i>νήϊον</i> (μόνο του), [[ξύλο]] κατάλληλο για [[κατασκευή]] πλοίου, σε Όμηρ.
|lsmtext='''νήϊος:''' -η, -ον ([[ναῦς]]), Δωρ. και Τραγ. [[νάϊος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, επίσης, <i>-ος</i>, <i>-ον</i>· αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[πλοίο]]· [[δόρυ]] νήϊον ή <i>νήϊον</i> (μόνο του), [[ξύλο]] κατάλληλο για [[κατασκευή]] πλοίου, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νήϊος:''' дор. [[νάϊος]] 3 и 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> пригодный для судостроения, корабельный ([[δόρυ]] Hom.; ξύλα Hes.);<br /><b class="num">2)</b> судовой, корабельный (ἐμβολαί Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> мореходный, морской ([[στόλος]] Aesch.): [[ἄνδρες]] νήϊοι Aesch. моряки.
}}
}}