Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεώσοικος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεώσοικος:''' ὁ ([[ναῦς]], [[οἶκος]]), [[νεώριο]], [[ναύσταθμος]], [[ναυπηγείο]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη [[θάλασσα]], στα οποία ήταν δυνατή η [[κατασκευή]], [[επισκευή]] ή [[στάθμευση]] πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του <i>νεωρίου</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''νεώσοικος:''' ὁ ([[ναῦς]], [[οἶκος]]), [[νεώριο]], [[ναύσταθμος]], [[ναυπηγείο]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη [[θάλασσα]], στα οποία ήταν δυνατή η [[κατασκευή]], [[επισκευή]] ή [[στάθμευση]] πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του <i>νεωρίου</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεώσοικος:''' ὁ (почти всегда в pl., Arph. sing.) помещение для корабля в верфи, эллинг Her., Thuc. etc.
}}
}}