3,277,002
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεκρικός:''' -ή, -όν ([[νεκρός]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για νεκρό, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | |lsmtext='''νεκρικός:''' -ή, -όν ([[νεκρός]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για νεκρό, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεκρικός:''' <b class="num">1)</b> касающийся мертвецов: νεκρικὰ συνδιαπράττειν Luc. заботиться о делах, связанных с умершими, т. е. устраивать похороны;<br /><b class="num">2)</b> трупный, как у мертвеца (τὰ χείλη Luc.). | |||
}} | }} |