Anonymous

μοχθίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοχθίζω:''' = [[μοχθέω]], [[υποφέρω]], <i>ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου</i>, υποφέρει από [[τσίμπημα]] νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μοχθίζω]] δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.
|lsmtext='''μοχθίζω:''' = [[μοχθέω]], [[υποφέρω]], <i>ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου</i>, υποφέρει από [[τσίμπημα]] νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μοχθίζω]] δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''μοχθίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. [[ἐτώσια]] Theocr. напрасно мучиться;<br /><b class="num">2)</b> усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).
}}
}}