Anonymous

νύκτερος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύκτερος:''' -ον, = [[νυκτερινός]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''νύκτερος:''' -ον, = [[νυκτερινός]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύκτερος:''' ночной (ὀνείρατα Aesch.; [[δεῖμα]] Soph.; φύλακες Eur.): ν. [[Αἴας]] ἀπελωβήθη Soph. в эту ночь Эант опозорил себя (убийствами невинных).
}}
}}