3,274,917
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νίπτρον:''' τό ([[νίζω]]), [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ. | |lsmtext='''νίπτρον:''' τό ([[νίζω]]), [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νίπτρον:''' τό (преимущ. pl.) вода для омовения Trag., Anth.: τὰ Νίπτρα Arst. Омовение (Одиссея) (часть XIX песни «Одиссеи»). | |||
}} | }} |