Anonymous

νίπτρον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νίπτρον:''' τό ([[νίζω]]), [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''νίπτρον:''' τό ([[νίζω]]), [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νίπτρον:''' τό (преимущ. pl.) вода для омовения Trag., Anth.: τὰ Νίπτρα Arst. Омовение (Одиссея) (часть XIX песни «Одиссеи»).
}}
}}