Anonymous

ναυκρατέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κυρίαρχος]] των θαλασσών, είμαι [[θαλασσοκράτορας]], σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, [[φαίνομαι]] [[υποδεέστερος]] στη [[θάλασσα]], [[ηττώμαι]] σε [[ναυμαχία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ναυκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κυρίαρχος]] των θαλασσών, είμαι [[θαλασσοκράτορας]], σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, [[φαίνομαι]] [[υποδεέστερος]] στη [[θάλασσα]], [[ηττώμαι]] σε [[ναυμαχία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυκρᾰτέω:''' одерживать победу на море, иметь перевес в военно-морских силах Thuc.: διὰ τὸ ναυκρατεῖσθαι Xen. вследствие слабости (своих) морских сил.
}}
}}