Anonymous

νεωτερικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(27)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεωτερικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[νεώτερος]]<br /><b>1.</b> [[νέος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[νεωτεριστικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναστατικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγους νεωτερικούς» <br />α) [[ανταλλάσσω]] με κάποιον βρισιές, [[διαπληκτίζομαι]]<br />β) [[απειλώ]] με [[στάση]], με [[επανάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει στους νέους, [[νεανικός]] («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, [[μορφή]], [[μοντέρνος]] («[[κάτοπτρον]] νεωτερικόν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεωτερικῶς</i> (Α)<br />με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[νεωτερικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[νεώτερος]]<br /><b>1.</b> [[νέος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[νεωτεριστικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναστατικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγους νεωτερικούς» <br />α) [[ανταλλάσσω]] με κάποιον βρισιές, [[διαπληκτίζομαι]]<br />β) [[απειλώ]] με [[στάση]], με [[επανάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει στους νέους, [[νεανικός]] («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, [[μορφή]], [[μοντέρνος]] («[[κάτοπτρον]] νεωτερικόν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεωτερικῶς</i> (Α)<br />με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''νεωτερικός:''' юношеский, свойственный молодости (ζῆλοι, [[ἀγωγή]] Polyb.; ἐπιθυμίαι NT).
}}
}}