Anonymous

νόμος: Difference between revisions

From LSJ
1,243 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νόμος:''' ὁ ([[νέμω]])<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε καθιερωμένο, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], [[νόμος]], [[διάταξη]], Λατ. [[institutum]], σε Ησίοδ.· [[νόμος]] πάντων [[βασιλεύς]], το [[έθιμο]] κυβερνά τα πάντα, Πίνδ. παρ' Ηροδ.· <i>κατὰνόμον</i>, σύμφωνα με το [[έθιμο]] ή τον νόμο, σε Ησίοδ., Αττ.· ποιητ., <i>κὰν νόμον</i>, σε Πίνδ.· <i>παρὰ νόμον</i>, αντίθ. προς τον νόμο, σε Αισχύλ.· δοτ. <i>νόμῳ</i>, κατ' [[έθιμο]], συμβατικά, κατά [[συναίνεση]], αντίθ. προς το <i>φύσει</i>, σε Ηρόδ., Αριστ.· στην Αθήνα, <i>νόμοι</i> ήταν οι νόμοι του Σόλωνος, ενώ εκείνοι του Δράκοντα αποκαλούνταν <i>θεσμοί</i>. 2. ἐν [[χειρῶν]] νόμῳ, με τον νόμο της εξουσίας, μέσω της ισχύος, δια της βίας επίσης· σε [[μάχη]] ή [[συμπλοκή]], σε Ηρόδ.· <i>ἐν χειρὸς νόμῳ</i>, κατά τη [[διάρκεια]] πραγματικής συμπλοκής, πραγματικού πολέμου, σε Αριστ.· επίσης, ἐς [[χειρῶν]] νόμων ἀπικέσθαι, [[έρχομαι]] στα χέρια, σε Ηρόδ. <b>II.1.</b> [[μουσικός]] [[τρόπος]], [[κλίμακα]], [[μελωδία]], [[ρυθμός]], [[ήχος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>νόμοι κιθαρῳδικοί</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραγούδι]] που ερμηνευόταν προς τιμήν κάποιου θεού με [[λύρα]] ή αυλό, σε Ηρόδ.· <i>νόμοι πολεμικοί</i>, παιάνες, θούριοι, πολεμικά άσματα, σε Θουκ.
|lsmtext='''νόμος:''' ὁ ([[νέμω]])<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε καθιερωμένο, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], [[νόμος]], [[διάταξη]], Λατ. [[institutum]], σε Ησίοδ.· [[νόμος]] πάντων [[βασιλεύς]], το [[έθιμο]] κυβερνά τα πάντα, Πίνδ. παρ' Ηροδ.· <i>κατὰνόμον</i>, σύμφωνα με το [[έθιμο]] ή τον νόμο, σε Ησίοδ., Αττ.· ποιητ., <i>κὰν νόμον</i>, σε Πίνδ.· <i>παρὰ νόμον</i>, αντίθ. προς τον νόμο, σε Αισχύλ.· δοτ. <i>νόμῳ</i>, κατ' [[έθιμο]], συμβατικά, κατά [[συναίνεση]], αντίθ. προς το <i>φύσει</i>, σε Ηρόδ., Αριστ.· στην Αθήνα, <i>νόμοι</i> ήταν οι νόμοι του Σόλωνος, ενώ εκείνοι του Δράκοντα αποκαλούνταν <i>θεσμοί</i>. 2. ἐν [[χειρῶν]] νόμῳ, με τον νόμο της εξουσίας, μέσω της ισχύος, δια της βίας επίσης· σε [[μάχη]] ή [[συμπλοκή]], σε Ηρόδ.· <i>ἐν χειρὸς νόμῳ</i>, κατά τη [[διάρκεια]] πραγματικής συμπλοκής, πραγματικού πολέμου, σε Αριστ.· επίσης, ἐς [[χειρῶν]] νόμων ἀπικέσθαι, [[έρχομαι]] στα χέρια, σε Ηρόδ. <b>II.1.</b> [[μουσικός]] [[τρόπος]], [[κλίμακα]], [[μελωδία]], [[ρυθμός]], [[ήχος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>νόμοι κιθαρῳδικοί</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραγούδι]] που ερμηνευόταν προς τιμήν κάποιου θεού με [[λύρα]] ή αυλό, σε Ηρόδ.· <i>νόμοι πολεμικοί</i>, παιάνες, θούριοι, πολεμικά άσματα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νόμος:''' ὁ<b class="num">1)</b> обычай, установление, законоположение, закон (νόμοι καὶ ἤθεα Hes.): ν. πάντων [[βασιλεύς]] погов. Pind. обычай - всеобщий повелитель; κατὰ νόμον Hes., Her., κὰν νόμον Pind. по (установленному) обычаю или согласно закону; οἱ κατὰ νόμον ὄντες θεοί Plat. общепризнанные (установленные традицией) боги; ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ Pind. согласно закону Адраста, т. е. по уставу Немейских игрищ; νόμῳ καὶ [[ἔθει]] Plat. по закону и по обычаю; [[χειρῶν]] ν. Arst., Polyb. кулачное право, закон войны; ἐς [[χειρῶν]] νόμον ἀπικέσθαι Her. вступить в рукопашный бой;<br /><b class="num">2)</b> муз. лад, напев, мелодия (νόμοι κιθαρῳδικοί Arph.): νόμοι πολεμικοί Thuc. военные песни;<br /><b class="num">3)</b> NT = ἡ Παλαιὰ Διαθήκη.
}}
}}