Anonymous

νυκτερωπός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτερωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''νυκτερωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτερωπός:''' являющийся ночью, ночной ([[δόκημα]] ὀνείρων Eur.; ирон. [[δόκημα]] σοφιστῶν Plut.).
}}
}}