Anonymous

νυκτοπορέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτοπορέω:''' ([[πόρος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ταξιδεύω]], [[οδοιπορώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''νυκτοπορέω:''' ([[πόρος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ταξιδεύω]], [[οδοιπορώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτοπορέω:''' передвигаться ночью, совершать ночной переход Xen., Polyb.
}}
}}