Anonymous

νοσέω: Difference between revisions

From LSJ
1,265 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοσέω:''' ([[νόσος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>νενόσηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[άρρωστος]], [[ασθενής]], [[πονώ]], [[είτε]] στο [[σώμα]] [[είτε]] στην [[ψυχή]], σε Ηρόδ., Αττ.· τῆς πόλεως [[οὔπω]] νενοσηκυίας, η πόλη δεν έχει πληγεί [[ακόμη]] από τη νόσο (δηλ. τον λοιμό), σε Θουκ.· <i>νοσέωὀφθαλμούς</i>, πλήττονται από [[ασθένεια]] τα μάτια μου, σε Πλάτ.· τὸ νοσοῦν = [[νόσος]], σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για πράγμ.· <i>γῆ νοσεῖ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθος]], νοσῶν [[μάτην]], νοσώντας από μάταιες φαντασίες, σε Σοφ.· <i>θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, είμαι σε [[κατάσταση]] ασθένειας, [[πάσχω]], [[υποφέρω]]· νοσεῖ τὰ [[τῶν]] [[θεῶν]], σε Ευρ.· νοσεῖ τι [[τῶν]] ἀπορρήτων κακῶν, στον ίδ.· λέγεται για πολιτεύματα, καθεστώτα, [[υποφέρω]] από [[ανταρσία]], [[αναρχία]], λέγεται για πόλεις ή κράτη τα οποία επικρατεί [[αναρχία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''νοσέω:''' ([[νόσος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>νενόσηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[άρρωστος]], [[ασθενής]], [[πονώ]], [[είτε]] στο [[σώμα]] [[είτε]] στην [[ψυχή]], σε Ηρόδ., Αττ.· τῆς πόλεως [[οὔπω]] νενοσηκυίας, η πόλη δεν έχει πληγεί [[ακόμη]] από τη νόσο (δηλ. τον λοιμό), σε Θουκ.· <i>νοσέωὀφθαλμούς</i>, πλήττονται από [[ασθένεια]] τα μάτια μου, σε Πλάτ.· τὸ νοσοῦν = [[νόσος]], σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για πράγμ.· <i>γῆ νοσεῖ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθος]], νοσῶν [[μάτην]], νοσώντας από μάταιες φαντασίες, σε Σοφ.· <i>θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, είμαι σε [[κατάσταση]] ασθένειας, [[πάσχω]], [[υποφέρω]]· νοσεῖ τὰ [[τῶν]] [[θεῶν]], σε Ευρ.· νοσεῖ τι [[τῶν]] ἀπορρήτων κακῶν, στον ίδ.· λέγεται για πολιτεύματα, καθεστώτα, [[υποφέρω]] από [[ανταρσία]], [[αναρχία]], λέγεται για πόλεις ή κράτη τα οποία επικρατεί [[αναρχία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσέω:''' (тж. ν. νόσον Aesch., Her. и ν. νόσῳ Eur.)<br /><b class="num">1)</b> быть больным, болеть, хворать: ν. ὀφθαλμούς Plat. страдать болезнью глаз; τὸ νενοσηκὸς [[αἷμα]] Arst. больная (испорченная) кровь; ψυχὴ νοσοῦσα Men. душевная болезнь;<br /><b class="num">2)</b> быть одержимым, охваченным, подверженным: ἐξ ἀλαστόρων ν. Soph. быть преследуемым мстительными божествами; ὀργὴ νοσοῦσα Aesch. страстный гнев; ν. περὶ [[δόξαν]] Plut. быть одержимым жаждой славы;<br /><b class="num">3)</b> страдать, мучиться (οἰκείοις κακοῖς Soph.; ἀπαιδίᾳ Eur.);<br /><b class="num">4)</b> терпеть, переносить (τόδ᾽ [[ἄλγος]] Soph.): [[ἐπεὶ]] τὰ Ὀδρυσῶν πράγματα ἐνόσησεν Xen. когда пришло в расстройство государство одрисов; ν. καὶ στασιάζειν Dem. потрясаться восстаниями.
}}
}}