3,277,114
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενοδοκέω:''' Ιων. ξεινο-, [[περιποιούμαι]] φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., [[ξενοδοχέω]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ξενοδοκέω:''' Ιων. ξεινο-, [[περιποιούμαι]] φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., [[ξενοδοχέω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενοδοκέω:''' ион. [[ξεινοδοκέω]]<br /><b class="num">1)</b> оказывать гостеприимство, радушно принимать у себя (πάντας ἀνθρώπους Her.);<br /><b class="num">2)</b> (= [[μαρτυρέω]]) свидетельствовать Pind. | |||
}} | }} |