Anonymous

ναυκληρικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(26)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ναυκληρικός]], -ή, -όν) [[ναύκληρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ναυκληρικά</i><br />[[ναυκληρία]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ναυκληρικός]], -ή, -όν) [[ναύκληρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ναυκληρικά</i><br />[[ναυκληρία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυκληρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ мореплаватель, мореход Plut.<br />судовладельческий, т. е. обычный у моряков, свойственный мореходам (γάμοι Luc.).
}}
}}