Anonymous

νυκτομαχέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτομᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλούτ.
|lsmtext='''νυκτομᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτομᾰχέω:''' сражаться ночью, вести ночной бой (πρός τινα Plut.).
}}
}}