3,270,824
edits
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[νουμήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[νουμηνία]] ή αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι [[ἦσαν]] σιφαῑοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νουμήνιος]]<br />[[είδος]] πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών σκολοπακιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ [[νουμήνιος]]» — λέγεται στις περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τη λ. [[νουμηνία]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[νουμήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[νουμηνία]] ή αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι [[ἦσαν]] σιφαῑοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νουμήνιος]]<br />[[είδος]] πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών σκολοπακιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ [[νουμήνιος]]» — λέγεται στις περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τη λ. [[νουμηνία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νουμήνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ зоол. предполож. кроншнеп: ξυνῆλθεν [[ἀτταγᾶς]] τε καὶ ν. погов. [[Timon]] ap. Diog. L. сошлись кулик с кроншнепом (о неустойчивой связи).<br />употребляемый в праздник новолуния (ἄρτοι Luc.). | |||
}} | }} |