Anonymous

ξενών: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενών:''' -ῶνος, ὁ ([[ξένος]]), [[δωμάτιο]] για φιλοξενούμενους, [[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]], [[ξενοδοχείο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ξενών:''' -ῶνος, ὁ ([[ξένος]]), [[δωμάτιο]] για φιλοξενούμενους, [[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]], [[ξενοδοχείο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> помещение для гостей Eur.;<br /><b class="num">2)</b> постоялый двор, гостиница Plat.
}}
}}