Anonymous

ὁδηγέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁδηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὁδηγός]]), [[δείχνω]] σε κάποιον τον δρόμο, με αιτ. προσ., σε Αισχύλ.· απόλ., [[δείχνω]] τον δρόμο, [[καθοδηγώ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὁδηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὁδηγός]]), [[δείχνω]] σε κάποιον τον δρόμο, με αιτ. προσ., σε Αισχύλ.· απόλ., [[δείχνω]] τον δρόμο, [[καθοδηγώ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδηγέω:''' быть проводником, вести, провожать (τινα Aesch.): ὁδηγήσω δ᾽ [[ἐγώ]] Eur. я буду (твоим) проводником; ὁ. τυφλοῖς Plut. и τυφλούς NT быть поводырем слепцов.
}}
}}