Anonymous

ξυστοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξυστοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κρατάει [[δόρυ]], [[ακόντιο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ξυστοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κρατάει [[δόρυ]], [[ακόντιο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ξυστοφόρος:''' копьеносный, вооруженный копьем (ἱππεῖς Xen., Polyb.).
}}
}}