Anonymous

ὄθριξ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄθριξ:''' γεν. <i>ὄτρῐχος</i>, ποιητ. αντί <i>ὁμό-[[θριξ]]</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει όμοιες [[τρίχες]], μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὄθριξ:''' γεν. <i>ὄτρῐχος</i>, ποιητ. αντί <i>ὁμό-[[θριξ]]</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει όμοιες [[τρίχες]], μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄθριξ:''' [[ὄτριχος|ὄτρῐχος]] adj. с одинаковой шерстью, одинаковой масти ([[ὄτριχες]] ἵπποι Hom.).
}}
}}