Anonymous

ξυλοκόπος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῠλοκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, [[δρυοκολάπτης]], [[ξυλοφάγος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ξῠλοκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, [[δρυοκολάπτης]], [[ξυλοφάγος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλοκόπος:''' <b class="num">II</b> ὁ зоол. дятел Arst.<br />рубящий или колющий дрова ([[πέλεκυς]] Xen.).
}}
}}