3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτηγορέω:''' <b class="num">1)</b> проводить собрание ночью: τί [[χρῆμα]] νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;<br /><b class="num">2)</b> обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив). | |||
}} | }} |