Anonymous

νυκτηγορέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτηγορέω:''' <b class="num">1)</b> проводить собрание ночью: τί [[χρῆμα]] νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;<br /><b class="num">2)</b> обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив).
}}
}}