Anonymous

νοθαγενής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοθᾱγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), Δωρ. και ποιητ. αντί <i>νοθηγενής</i>, γεννημένος [[νόθος]] ή από νόθους γονείς, σε Ευρ.
|lsmtext='''νοθᾱγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), Δωρ. και ποιητ. αντί <i>νοθηγενής</i>, γεννημένος [[νόθος]] ή από νόθους γονείς, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοθᾱγενής:''' дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.).
}}
}}