Anonymous

οἴ: Difference between revisions

From LSJ
251 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴ:''' επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. [[heu]]! [[vae]]!, μερικές φορές με ονομ., <i>οἴ 'γώ</i>, σε Σοφ.· [[κυρίως]] με δοτ., βλ. [[οἴμοι]]· με αιτ., <i>οἲ ἐμὲ δειλήν</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''οἴ:''' επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. [[heu]]! [[vae]]!, μερικές φορές με ονομ., <i>οἴ 'γώ</i>, σε Σοφ.· [[κυρίως]] με δοτ., βλ. [[οἴμοι]]· με αιτ., <i>οἲ ἐμὲ δειλήν</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴ:''' (тж. [[οἰοῖ]], [[οἰοῖ]] [[οἰοῖ]] и οἰοιοῖ) interj. ой!, увы!, о горе!: οἲ [[ἐγώ]]! Trag. и οἴ μοι ([[οἴμοι]])! и οἲ [[ἐμέ]]! Anth. о горе мне!
}}
}}