Anonymous

οἰκωφελής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκωφελής:''' -ές ([[ὀφέλλω]]), [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], γυνὴ [[οἰκωφελής]], [[σύζυγος]] της οποίας η [[σύνεση]] κάνει το [[σπίτι]] να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''οἰκωφελής:''' -ές ([[ὀφέλλω]]), [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], γυνὴ [[οἰκωφελής]], [[σύζυγος]] της οποίας η [[σύνεση]] κάνει το [[σπίτι]] να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκωφελής:''' полезный для дома, тж. способствующий процветанию хозяйства, домовитый ([[γυνή]] Theocr.).
}}
}}