Anonymous

νῶτον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῶτον:''' τό ή [[νῶτος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> πληθ. [[πάντοτε]], <i>νῶτα</i>, <i>τά</i>· [[πλάτη]], [[ράχη]], Λατ. [[tergum]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. terga, σε Όμηρ.· <i>τὰ νῶτα ἐντρέπειν</i>, <i>ἐπιστρέφειν</i>, [[γυρίζω]] την [[πλάτη]] μου, δηλ. [[φεύγω]], [[αποχωρώ]], τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Ηρόδ.· νῶτα [[δεῖξαι]], σε Πλούτ.· <i>κατὰ νώτου</i>, από τα [[νώτα]], από [[πίσω]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[κάθε]] ευρεία [[επιφάνεια]]· ἐπ' [[εὐρέα]] νῶτα θαλάσσης, σε Όμηρ.· λέγεται για πεδιάδες, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πάνω [[μεριά]] ή [[ράχη]] λόφου ή βουνού, σε Πίνδ., Ευρ.· λέγεται επίσης για [[άρμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''νῶτον:''' τό ή [[νῶτος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> πληθ. [[πάντοτε]], <i>νῶτα</i>, <i>τά</i>· [[πλάτη]], [[ράχη]], Λατ. [[tergum]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. terga, σε Όμηρ.· <i>τὰ νῶτα ἐντρέπειν</i>, <i>ἐπιστρέφειν</i>, [[γυρίζω]] την [[πλάτη]] μου, δηλ. [[φεύγω]], [[αποχωρώ]], τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Ηρόδ.· νῶτα [[δεῖξαι]], σε Πλούτ.· <i>κατὰ νώτου</i>, από τα [[νώτα]], από [[πίσω]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[κάθε]] ευρεία [[επιφάνεια]]· ἐπ' [[εὐρέα]] νῶτα θαλάσσης, σε Όμηρ.· λέγεται για πεδιάδες, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πάνω [[μεριά]] ή [[ράχη]] λόφου ή βουνού, σε Πίνδ., Ευρ.· λέγεται επίσης για [[άρμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῶτον:''' τό = [[νῶτος]].
}}
}}