Anonymous

ὁδοιδοκέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6_20)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδοιδοκέω''': παραμονεύω ἐν ταῖς ὁδοῖς, Διοδ. Ἐκλογ. 601. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁδοιδοκεῖ· ὁδοσκοπεῖ», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ὁδοιδοκῶ, τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ».
|lstext='''ὁδοιδοκέω''': παραμονεύω ἐν ταῖς ὁδοῖς, Διοδ. Ἐκλογ. 601. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁδοιδοκεῖ· ὁδοσκοπεῖ», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ὁδοιδοκῶ, τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ».
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδοιδοκέω:''' заниматься грабежом на дорогах, разбойничать на большой дороге Diod.
}}
}}