Anonymous

οἰκήτωρ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[οἰκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτοικος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἰκητὸς θεοῦ</i>, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· <i>Ἅιδου οἰκ</i>., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άποικος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''οἰκήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[οἰκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτοικος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἰκητὸς θεοῦ</i>, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· <i>Ἅιδου οἰκ</i>., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άποικος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκήτωρ:''' ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> житель, жилец (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);<br /><b class="num">2)</b> поселенец, колонист Thuc. etc.
}}
}}