Anonymous

ὄζω: Difference between revisions

From LSJ
1,166 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄζω:''' Δωρ. [[ὄσδω]], μέλ. <i>ὀζήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὤζησα]], παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[ὄδωδα]], και υπερσ. ως παρατ. [[ὠδώδειν]], Επικ. [[ὀδώδειν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μυρίζω]], έχω κάποια [[οσμή]], [[είτε]] ευχάριστη [[είτε]] δυσάρεστη, σε Όμηρ., μόνο στο γʹ ενικ. υπερσ.· με γεν. πράγμ., [[μυρίζω]] από [[κάτι]], ὄζων [[τρυγός]], αυτός που μυρίζει από το [[κατακάθι]] του τρύγου, σε Αριστοφ.· έχω την [[οσμή]] κάποιου πράγματος, [[αναδίδω]] μια [[οσμή]], Λατ. sapere [[aliquid]], [[Κρονίων]] ὄζων, αυτός που έχει [[οσμή]] αρχαιότητας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απρόσ., ὄζει ἀπ' αὐτῆς [[ὡσεὶ]] [[ἴων]], έρχεται μια [[μυρωδιά]] απ' αυτή σαν [[άρωμα]] από βιολέτες, σε Ηρόδ.· <i>ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας</i>, βγαίνει μια γλυκιά [[μυρωδιά]] από την [[επιδερμίδα]] του, σε Αριστοφ.· ομοίως, με [[διπλή]] γεν., <i>ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὄζω:''' Δωρ. [[ὄσδω]], μέλ. <i>ὀζήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὤζησα]], παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[ὄδωδα]], και υπερσ. ως παρατ. [[ὠδώδειν]], Επικ. [[ὀδώδειν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μυρίζω]], έχω κάποια [[οσμή]], [[είτε]] ευχάριστη [[είτε]] δυσάρεστη, σε Όμηρ., μόνο στο γʹ ενικ. υπερσ.· με γεν. πράγμ., [[μυρίζω]] από [[κάτι]], ὄζων [[τρυγός]], αυτός που μυρίζει από το [[κατακάθι]] του τρύγου, σε Αριστοφ.· έχω την [[οσμή]] κάποιου πράγματος, [[αναδίδω]] μια [[οσμή]], Λατ. sapere [[aliquid]], [[Κρονίων]] ὄζων, αυτός που έχει [[οσμή]] αρχαιότητας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απρόσ., ὄζει ἀπ' αὐτῆς [[ὡσεὶ]] [[ἴων]], έρχεται μια [[μυρωδιά]] απ' αυτή σαν [[άρωμα]] από βιολέτες, σε Ηρόδ.· <i>ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας</i>, βγαίνει μια γλυκιά [[μυρωδιά]] από την [[επιδερμίδα]] του, σε Αριστοφ.· ομοίως, με [[διπλή]] γεν., <i>ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄζω:''' дор.-эол. [[ὄσδω]] (fut. ὀζήσω, aor. [[ὤζησα]], pf. 2 = praes. [[ὄδωδα]], ppf. = impf. [[ὠδώδειν]] - эп. [[ὀδώδειν]])<br /><b class="num">1)</b> издавать запах, пахнуть (θυμάτων Aesch.; πίττης Arph.; περιζώματος Plut.): [[ὠδώδει]] ὑπ᾽ ἀρωμάτων ὁ [[οἶκος]] Plut. дом был полон благоуханий; [[Κρονίων]] ὄ. Arph. ирон. пахнуть временами Крона, т. е. отдавать глубокой древностью; τῆς κεφαλῆς ὄζει μύρου Arph. от его головы пахнет духами; ὄζει [[ἀπό]] τινος [[ἴων]] Her. от чего-л. пахнет фиалками; ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου κάκιστον Lys. ему казалось, что от хлеба отвратительно пахнет;<br /><b class="num">2)</b> (о запахе) распространяться, исходить, чувствоваться (ὀδμὴ κέδρου ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Hom.).
}}
}}