Anonymous

ὀκτάπους: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτάπους:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια, σε Βατραχομ., Ανθ.
|lsmtext='''ὀκτάπους:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια, σε Βατραχομ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτάπους:''' 2, gen. ποδος (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> восьмифутовый Batr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> восьминогий, т. е. (у скифов) владеющий парой волов Luc.
}}
}}