Anonymous

ὀκρυόεις: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκρυόεις:''' -εσσα, -εν, αντί [[κρυόεις]], με <i>ευφωνικό ο</i>, = <i>κρυρεός</i>, [[ψυχρός]], [[παγερός]], [[τρομακτικός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀκρυόεις:''' -εσσα, -εν, αντί [[κρυόεις]], με <i>ευφωνικό ο</i>, = <i>κρυρεός</i>, [[ψυχρός]], [[παγερός]], [[τρομακτικός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκρυόεις:''' όεσσα, όεν бросающий в холод, т. е. страшный, жуткий ([[πόλεμος]] Hom.): ὀκρυόεσσα [[βᾶρις]] Anth. страшная ладья (Харона).
}}
}}