3,270,341
edits
(6_14) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄλολυς''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ [[γυναικώδης]] καὶ [[κατάθεος]] καὶ [[βάκηλος]]» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35. | |lstext='''ὄλολυς''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ [[γυναικώδης]] καὶ [[κατάθεος]] καὶ [[βάκηλος]]» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄλολυς:''' adj. m испускающий жалобные крики, плаксивый Men. | |||
}} | }} |