Anonymous

ὄλολυς: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6_14)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄλολυς''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ [[γυναικώδης]] καὶ [[κατάθεος]] καὶ [[βάκηλος]]» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35.
|lstext='''ὄλολυς''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ [[γυναικώδης]] καὶ [[κατάθεος]] καὶ [[βάκηλος]]» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄλολυς:''' adj. m испускающий жалобные крики, плаксивый Men.
}}
}}