Anonymous

ὁμηρέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὡμήρησα</i> ([[ὅμηρος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[συναντώ]], [[απαντώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ομοφωνώ]], [[συμφωνώ]], <i>φωνῇ ὁμηρεῦσαι</i> (Ιων. αντί <i>ὁμηροῦσαι</i>, θηλ. μτχ. πληθ.), σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὁμηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὡμήρησα</i> ([[ὅμηρος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[συναντώ]], [[απαντώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ομοφωνώ]], [[συμφωνώ]], <i>φωνῇ ὁμηρεῦσαι</i> (Ιων. αντί <i>ὁμηροῦσαι</i>, θηλ. μτχ. πληθ.), σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμηρέω:''' (= [[ὁμηρεύω]] I) встречаться (τινι Hom.).
}}
}}