3,277,121
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[γρήγορα]] πόδια, που τρέχει με [[ταχύτητα]], [[γοργοπόδαρος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀξύπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[γρήγορα]] πόδια, που τρέχει με [[ταχύτητα]], [[γοργοπόδαρος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύπους:''' 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων [[πέλας]] ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому. | |||
}} | }} |