Anonymous

ὀλβιόφρων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(28)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλβιόφρων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διάκειται φιλικά [[προς]] τους ολβίους, που κλίνει [[προς]] τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον [[ποδάγρα]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[ὀλβιόφρων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διάκειται φιλικά [[προς]] τους ολβίους, που κλίνει [[προς]] τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον [[ποδάγρα]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβιόφρων:''' 2, gen. ονος помышляющий о счастливых, льнущий к богатым ([[ποδάγρα]] Luc.).
}}
}}