Anonymous

ὁλκός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που έλκει [[κάτι]] προς τον εαυτό του, [[ελκτικός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">• [[ὁλκός]]:</b> ὁ ([[ἕλκω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως όργανο, [[μηχανή]] για [[ρυμούλκηση]] πλοίων στην [[ξηρά]], [[ρυμουλκό]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιμάντας]], [[λουρί]], [[ηνίο]], [[χαλινάρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως [[αποτέλεσμα]], [[αυλακιά]] από [[άροτρο]], Λατ. [[sulcus]], <i>ὁλκὸς τοῦ ξύλου</i>, [[αυλακιά]] καμωμένη από [[ξύλο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σύρματα από δαφνόδεντρα, δηλ. κλαδιά δάφνης (ή σκούπες φτιαγμένες από δαφνόκλαρα), που σύρονται κατά το [[σκούπισμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὁλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που έλκει [[κάτι]] προς τον εαυτό του, [[ελκτικός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">• [[ὁλκός]]:</b> ὁ ([[ἕλκω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως όργανο, [[μηχανή]] για [[ρυμούλκηση]] πλοίων στην [[ξηρά]], [[ρυμουλκό]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιμάντας]], [[λουρί]], [[ηνίο]], [[χαλινάρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως [[αποτέλεσμα]], [[αυλακιά]] από [[άροτρο]], Λατ. [[sulcus]], <i>ὁλκὸς τοῦ ξύλου</i>, [[αυλακιά]] καμωμένη από [[ξύλο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σύρματα από δαφνόδεντρα, δηλ. κλαδιά δάφνης (ή σκούπες φτιαγμένες από δαφνόκλαρα), που σύρονται κατά το [[σκούπισμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλκός:''' <b class="num">I</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> pl. поводья, вожжи, бразды Soph.;<br /><b class="num">2)</b> борозда, черта (σμίλης Arph.);<br /><b class="num">3)</b> мор. ворот, лебедка, кабестан (ὀλκοὶ τῶν [[νεῶν]] Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> мор. стоянка для вытащенных на берег кораблей Her., Eur.;<br /><b class="num">5)</b> (влекущаяся по земле) ветвь (δάφνης Eur.);<br /><b class="num">6)</b> змей (οὔθ᾽ ὁ. [[οὔτε]] [[θήρ]] Anth.).<br />притягивающий, влекущий (ἐπί и πρός τι Plat.).
}}
}}