Anonymous

ὁμόφρων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφρων:''' 2, gen. ονος единодушный, находящийся в согласии ([[θυμός]] Hom.; λόγοι Arph.).
}}
}}