Anonymous

ὀπτός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> ψημένος, [[ψητός]] στα κάρβουνα ή στη [[σχάρα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἑφθὰ καὶ ὀπτά</i>, βραστά και ψητά κρέατα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψητός]] στο φούρνο, σε κεραμικές εστίες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το [[σίδερο]], σφυρήλατο, πυρακτωμένο, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> ψημένος, [[ψητός]] στα κάρβουνα ή στη [[σχάρα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἑφθὰ καὶ ὀπτά</i>, βραστά και ψητά κρέατα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψητός]] στο φούρνο, σε κεραμικές εστίες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το [[σίδερο]], σφυρήλατο, πυρακτωμένο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπτός:''' [[ἕψω]]<br /><b class="num">1)</b> жареный ([[κρέας]] Hom.; βρώματα Plut.; [[ἰχθύς]] NT);<br /><b class="num">2)</b> печеный ([[ἄρτος]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> обожженный ([[πλίνθος]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> сушеный, высушенный ([[ὕλη]] πρὸς τοῦ ἡλίου ὀπτή Xen.);<br /><b class="num">5)</b> каленый, закаленный (ὁ [[σίδηρος]] ὀ. ἐκ [[πυρός]] Soph.).<br />[[ὄψομαι]] видимый, зримый Luc.
}}
}}