Anonymous

ὀνομαστός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομαστός:''' Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν ([[ὀνομάζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ [[ὀνομαστός]], αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. [[ακατονόμαστος]], [[βδελυρός]], Λατ. [[infandus]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ξακουστό όνομα ή [[φήμη]], [[αξιομνημόνευτος]], [[ξακουστός]], [[επιφανής]], [[περίφημος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀνομαστός:''' Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν ([[ὀνομάζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ [[ὀνομαστός]], αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. [[ακατονόμαστος]], [[βδελυρός]], Λατ. [[infandus]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ξακουστό όνομα ή [[φήμη]], [[αξιομνημόνευτος]], [[ξακουστός]], [[επιφανής]], [[περίφημος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομαστός:''' ион. [[οὐνομαστός]] 3<br /><b class="num">1)</b> (легко) выразимый: οὐκ ὀ. Hom. невыразимый, несказанный, неописуемый;<br /><b class="num">2)</b> славный, знаменитый, замечательный ([[τέμενος]] Her.; [[ἄνδρες]] Plat.; [[μάχη]] Plut.): ὀνομαστὰ πράττειν Eur. пользоваться славой.
}}
}}