Anonymous

οἰοπολέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰοπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰοπόλος]]), [[φυλάω]], [[βόσκω]] πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, [[τριγυρίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''οἰοπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰοπόλος]]), [[φυλάω]], [[βόσκω]] πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, [[τριγυρίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰοπολέω:''' <b class="num">I</b> [[οἰοπόλος]] I] жить в одиночестве, одиноко скитаться Eur.<br /><b class="num">II</b> [[οἰοπόλος]] II] пасти: οἰ. τὴν ὄρεος ῥάχιν αἶγας καὶ [[ὄϊς]] Anth. пасти коз и овец у подножия горы.
}}
}}