3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰοπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰοπόλος]]), [[φυλάω]], [[βόσκω]] πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, [[τριγυρίζω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''οἰοπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰοπόλος]]), [[φυλάω]], [[βόσκω]] πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, [[τριγυρίζω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰοπολέω:''' <b class="num">I</b> [[οἰοπόλος]] I] жить в одиночестве, одиноко скитаться Eur.<br /><b class="num">II</b> [[οἰοπόλος]] II] пасти: οἰ. τὴν ὄρεος ῥάχιν αἶγας καὶ [[ὄϊς]] Anth. пасти коз и овец у подножия горы. | |||
}} | }} |