Anonymous

ὁμοχοῖνιξ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(29)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁμοχοῑνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο [[μερίδιο]] με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (<b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-[[χοίνιξ]])].
|mltxt=ὁμοχοῑνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο [[μερίδιο]] με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (<b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-[[χοίνιξ]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοχοῖνιξ:''' ῐκος ὁ получающий такой же хеник (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).
}}
}}