Anonymous

ὀξυντήρ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀξυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξυντήρ:''' ῆρος ὁ нож для очинки: ὀ. δονακήων Anth. перочинный нож.
}}
}}