3,277,002
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀξυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξυντήρ:''' ῆρος ὁ нож для очинки: ὀ. δονακήων Anth. перочинный нож. | |||
}} | }} |