Anonymous

ὁμονοητικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμονοητικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συμφωνία]], σε [[αρμονία]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-ικῶς ἔχειν</i>, έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[φρονώ]] το ίδιο, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁμονοητικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συμφωνία]], σε [[αρμονία]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-ικῶς ἔχειν</i>, έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[φρονώ]] το ίδιο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμονοητικός:''' <b class="num">1)</b> проникнутый единодушием ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> гармоничный, стройный ([[ψυχή]] Plat.).
}}
}}