Anonymous

οἰνάριον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[οἶνος]], αδύνατο ή κακής ποιότητας [[κρασί]], σε Δημ.
|lsmtext='''οἰνάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[οἶνος]], αδύνατο ή κακής ποιότητας [[κρασί]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνάριον:''' (ᾱ, редко ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> неважное винцо, винишко Dem.;<br /><b class="num">2)</b> немножко вина Sext.
}}
}}