3,274,919
edits
(29) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνησιφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που συμφέρει<br /><b>3.</b> [[διδακτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνησιφόρως</i> (Α)<br />με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνησις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | |mltxt=[[ὀνησιφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που συμφέρει<br /><b>3.</b> [[διδακτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνησιφόρως</i> (Α)<br />με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνησις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνησῐφόρος:''' приносящий пользу, полезный Plut., Sext. | |||
}} | }} |