Anonymous

ὀρθρινός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθρῐνός:''' -ή, -όν ([[ὄρθρος]]), = [[ὄρθριος]], σε Ανθ., Λουκ.
|lsmtext='''ὀρθρῐνός:''' -ή, -όν ([[ὄρθρος]]), = [[ὄρθριος]], σε Ανθ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθρῑνός:''' (иногда ῐ) утренний, ранний: ὀ. [[ἀποπτάμενος]] Anth. рано утром улетевший.
}}
}}