Anonymous

ὀροφή: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀροφή:''' ἡ ([[ἐρέφω]]), [[στέγη]] ενός σπιτιού ή [[ταβάνι]] ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀροφή:''' ἡ ([[ἐρέφω]]), [[στέγη]] ενός σπιτιού ή [[ταβάνι]] ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀροφή:''' ἡ<b class="num">1)</b> потолок ([[ὑψόθεν]] ἐξ ὀροφῆς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> крыша, кровля Plut.: τὸ [[καταστέγασμα]] τῆς ὀροφῆς Her. кровельное перекрытие, кровельный материал;<br /><b class="num">3)</b> крышка, верхушка (τοῦ σμήνους Arst.).
}}
}}