Anonymous

ὀρφανίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρφᾰνίζω:''' ([[ὀρφανός]]), Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὠρφάνισα</i>· κάνω κάποιον ορφανό, [[απορφανίζω]], [[αποστερώ]], σε Ευρ.· με γεν., [[στερώ]] από [[κάτι]], σε Πίνδ. — Παθ., στερούμαι από, σε Σοφ.· απόλ., εγκαταλείπομαι στην [[ορφάνια]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὀρφᾰνίζω:''' ([[ὀρφανός]]), Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὠρφάνισα</i>· κάνω κάποιον ορφανό, [[απορφανίζω]], [[αποστερώ]], σε Ευρ.· με γεν., [[στερώ]] από [[κάτι]], σε Πίνδ. — Παθ., στερούμαι από, σε Σοφ.· απόλ., εγκαταλείπομαι στην [[ορφάνια]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρφᾰνίζω:''' <b class="num">1)</b> делать сиротой (τοὺς παῖδας Eur.): βίον τινὸς ὀ. Eur. сделать сиротой кого-л. на всю жизнь; ἐκ [[δυοῖν]] ὠρφανισμένος Soph. оставшийся без отца и матери;<br /><b class="num">2)</b> лишать (τινὰ ζωᾶς Anth.; τινὰ ὕπνου Theocr.; κακὰν γλῶσσαν [[ὀπός]] Pind.).
}}
}}