Anonymous

ὄρχις: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρχις:''' -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. <i>ὄρχεις</i>, Ιων. <i>ὄρχιες</i>, ο [[ανδρικός]] [[γεννητικός]] [[αδένας]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὄρχις:''' -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. <i>ὄρχεις</i>, Ιων. <i>ὄρχιες</i>, ο [[ανδρικός]] [[γεννητικός]] [[αδένας]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρχις:''' ιος, атт. εως ὁ (pl. ὄρχιες, атт. ὄρχεις) (лат. [[testiculus]]) анат. яичко Her., Xen., Arph. etc.
}}
}}